επικοίμησις

επικοίμησις
ἐπικοίμησις, ἡ (Α) [επικοιμώμαι]
το να κοιμάται κανείς πάνω σε ένα μέλος τού σώματος, δηλ. να τό πιέζει με το σώμα του («ἢν δὲ οὖς κατεαγῇ... τὴν ἐπικοίμησιν φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικοίμησιν — ἐπικοίμησις sleeping fem acc sg ἐπικοιμάομαι fall asleep after pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”